- σινάπιον
- σῐνᾱπ-ιον, τό, Dim. of σίναπι, EM713.38, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σινάπιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σινάπιον — τὸ, ΜΑ βλ. σινάπι … Dictionary of Greek
σιναπίου — σινάπιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σινάπι — Όνομα με το οποίο είναι γνωστά τα φυτά σίναπις η λευκή και σίναπις η μελάνη, που ανήκουν στην οικογένεια των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα) και είναι πόες άγριες και κοινές, ακόμα και στα ακαλλιέργητα εδάφη των εύκρατων περιοχών. Η… … Dictionary of Greek
σιναπίων — σινᾱπίων , σίναπι mustard neut gen pl (epic doric ionic aeolic) σινάπιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)